στερεοστατικός

στερεοστατικός
η , ό[ν] стереостатический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "στερεοστατικός" в других словарях:

  • στερεοστατικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στερεοστατική 2. το θηλ. ως ουσ. η στερεοστατική τομέας τής μηχανικής που έχει ως αντικείμενο την έρευνα και τη σπουδή τής στατικής ισορροπίας τών στερεών σωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ.… …   Dictionary of Greek

  • στερεοστατική — η, Ν βλ. στερεοστατικός …   Dictionary of Greek

  • στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»